Κυνοκέφαλοι και Λυκάνθρωποι

ελληνικής γραμματείας αναφέρονταν συχνά σε παράξενα πλάσματα με σώμα ανθρώπου και πρόσωπο σκύλου. Αργότερα η παράδοση αυτή πέρασε στην ανατολική χριστιανική βιβλιογραφία και εικονογραφία, για να επηρεάσει τους μετέπειτα αιώνες και τη δυτική παράδοση.
Από πού προέκυψαν όμως οι ιστορίες για τους κυνόμορφους και ποια είναι η σύνδεση τους με τις περισσότερο σύγχρονες αφηγήσεις για τους λυκανθρώπους;
Ζωόμορφα πλάσματα μπορεί να συναντήσει κανείς σε όλες τις αρχαίες παραδόσεις του κόσμου. Από την Αίγυπτο και την Ελλάδα, μέχρι τους πολιτισμούς της Μ. Ανατολής και της Ινδίας, η απεικόνιση ανθρώπων με χαρακτηριστικά ζώου, αλλά και η πίστη σύμφωνα με την οποία μια τέτοια μεταμόρφωση ήταν εφικτή, είχε τις ρίζες της στην επιθυμία του ανθρώπου να μεγιστοποιήσει τις φυσικές του δυνατότητες, όπως για παράδειγμα την ταχύτητα, την δύναμη, την ακοή, την όσφρηση κ.ο.κ.
Ξεκινώντας από τον κυνοκέφαλο θεό Ανουβι των Αιγυπτίων, τον Αρκά βασιλιά Λυκάονα και τους μυθικούς Κυνοκέφαλους της «Φυλλάδας του Μεγάλου Αλέξανδρου» και περνώντας στον Αγιο Χριστόφορο της χριστιανικής παράδοσης έως και τους θρύλους των λυκανθρώπων της Ευρώπης του Μεσαίωνα, οφείλουμε να αναζητήσουμε τον συμβολισμό πίσω από την ανάγκη του ανθρώπου να μιλήσει για τέτοιου είδους πλάσματα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός πως πλήθος συγγραφέων που υποστήριξαν τη θεωρία των αρχαίων αστροναυτών, εμπνεύστηκαν από αυτού του είδους τις αρχαίες παραδόσεις και μίλησαν για υπαρκτά όντα, τα οποία προέκυψαν μέσω βιολογικών πειραμάτων εξωγήινων πολιτισμών που επισκέφτηκαν τον πλανήτη μας!
Οι κυνοκέφαλοι της θρησκείας και της φαντασίας
Η ζωομορφία ήταν ευρέως διαδεδομένη στην αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία, από το ιερό πάνθεον της οποίας δεν έλειπε και ο κυνοκέφαλος θεός Ανουβις. Ηταν ο θεός των νεκρών, φύλακας και υπεύθυνος για τις πόρτες του κάτω κόσμου και απεικονιζόταν από τους αρχαίους Αιγύπτιους ως άνθρωπος με κεφάλι σκύλου ή και τσακαλιού. Για το λόγο αυτό η μητρόπολη της λατρείας του είχε ονομαστεί Κυνόπολις. Οι αρχαίοι Έλληνες τον παρομοίαζαν με τον ψυχοπομπό Ερμή, αν και η κυνοκέφαλη μορφή του δεν πέρασε στην αρχαιοελληνική λατρεία.

Σε κυνοκέφαλους αναφέρονται και συγγραφείς όπως ο Ησίοδος και ο Αισχύλος, αλλά και άλλοι γεωγράφοι που μιλούν για τα παράξενα πλάσματα με το ανθρώπινο σώμα και το σκυλίσιο κεφάλι που συνάντησαν σε εκστρατείες τους ήρωες όπως ο Ηρακλής, ο Περσέας και ο Θησέας.
Στα βυζαντινά χρόνια, ο Φώτιος (πατριάρχης την περίοδο 857-867 μ.Χ), αναπαρήγαγε στη «Μυριόβιβλό» του εδάφια από το έργο «Ινδικά» του Κτησία (5ος-4ος προχριστιανικός αιώνας). Εκεί αναφέρεται πως «στις όχθες του Ινδού ποταμού ζουν άνθρωποι που έχουν κεφάλι σκύλου, φορούν ρούχα από δέρμα ζώων, γαυγίζουν σαν σκυλιά αντί να μιλάνε και είναι μαύροι με κοφτερά δόντια. Οι Ινδοί τους αποκαλούν «Καλύστριους» που σημαίνει «κυνοκέφαλοι» και το έθνος τους αριθμει περίπου 120.000 άτομα».
Ύστεροι μελετητές, όπως ο C. Lassen και ο Δ.Κ. Βελισσαρόπουλος, υποστηρίζουν πως ο συγγραφέας των «Ινδικών», αναφέρεται σε γηγενείς πληθυσμούς της Ινδίας που απομονωμένοι στα βουνά, εξέτρεφαν κοπάδια και είχαν ποιμενικά σκυλιά μεγάλου μεγέθους. Οι Ινδοί τους περιφρονούσαν και για αυτό το λόγο τους είχαν αποδώσει την ονομασία «Καλύστριοι».
Ακόμα μια μυθιστορηματική αναφορά για κυνοκέφαλους παρουσιάζεται στο έργο του Ψευδοκαλλισθένη «Το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου» ή αλλιώς «Η Φυλλάδα του Μεγάλου Αλέξανδρου» που θεωρείται και το πρώτο μυθιστόρημα του δυτικού κόσμου. Ο συγγραφέας με το ψευδώνυμο Ψευδοκαλλισθένης, βασίστηκε στον Καλλισθένη από την Ολυνθο (τον ιστοριογράφο που ακολουθούσε τον Αλέξανδρο στις εκστρατείες του) και δημιούργησε το λογοτεχνικό του έργο το 300 μ.Χ. μπλέκοντας την ιστορία με το φανταστικό.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι παρόμοιες δοξασίες εντοπίζονται και στην αραβική φιλολογία, γεγονός που είναι πολύ πιθανόν να έπαιξαν το ρόλο τους και στην περίπτωση του Αλεξάνδρου.
Τους επόμενους αιώνες, η ενσωμάτωση αρκετών παγανιστικών στοιχείων στον χριστιανισμό, επέφερε την επανεμφάνιση των δοξασιών για κυνοκέφαλα πλάσματα, αυτή τη φορά μέσα από ένα άλλο πρίσμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο άγιος Χριστόφορος της χριστιανικής ορθόδοξης εκκλησίας, που απεικονίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις με κεφάλι σκύλου.
Στο νεκροταφείο του χωριού Αντρώνι Ηλείας, υπάρχει μέχρι και σήμερα το βυζαντινό εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, μέσα στο οποίο ο επισκέπτης μπορεί να δει την εικόνα του «Αγίου Σκύλου», ή αλλιώς του Αγίου Χριστόφορου του Ρέπροβου. Ο π. Γ. Μεταλληνός αναφέρει μία εκδοχή από την ανατολή, σύμφωνα με την οποία ο Ρέπροβος καταγόταν από μια φυλή άγριων ανθρωποφάγων. Οταν πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Ρωμαίους, ασπάστηκε το χριστιανισμό στην Αντιόχεια, όπου στάλθηκε, και στη συνέχεια μαρτύρησε.
Η δυτική εκδοχή είναι πως ο κυνοκέφαλος Ρέπροβος ήταν ένας γίγαντας που αναλάμβανε να περνάει με ασφάλεια τους ταξιδιώτες από ένα άγριο ποτάμι. Κάποια μέρα πέρασε από εκεί ο Ιησούς, που βρισκόταν ακόμα σε μικρή ηλικία.
Έκτοτε ο ίδιος μετονομάστηκε σε Χριστόφορος και έγινε χριστιανός. Παρ’ όλα αυτά οι μεταβυζαντινές απεικονίσεις του αγίου τον δείχνουν χωρίς το σκυλίσιο κεφάλι του, γεγονός που καταδεικνύει ότι η σύγχρονη εκκλησία κάποια στιγμή προσπάθησε να απαγκιστρωθεί από τις αρχαίες παγανιστικές παραδόσεις.

Παράλληλα, κάποιοι άλλοι ιστορικοί συσχετίζουν την δυτική εκδοχή του Αγίου με τον κυνοκέφαλο Άνουβι, που μετέφερε στους ώμους του τον θεό Ώρο για να τον περάσει από το Νείλο.
Τα ανθρωπόμορφα πλάσματα με κεφάλι σκύλου αναφέρονται συχνά σε κείμενα της μεσαιωνικής λογοτεχνίας αντιπροσωπεύοντας την μαγεία, κυρίως τη μαύρη, την βαρβαρότητα, την κτηνώδη συμπεριφορά και το κακό. Διατήρησαν τα περισσότερα στοιχεία των μυστηριακών θρύλων της Ανατολής και τα ενσωμάτωσαν στην περιέργεια που χαρακτήριζε τις αναζητήσεις της μεσαιωνικής Ευρώπης, όπως αναφέρει στα έργα του ο Ισίδωρος της Σεβίλλης και άλλοι ιστορικοί.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ομοιότητα που των κυνοκέφαλων πλασμάτων της αρχαιότητας με την παράδοση των λυκανθρώπων. Αλλωστε οι μύθοι για τους τελευταίους, που είναι από τους αρχαιότερους της Ευρώπης, φαίνεται κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα να μπλέκονται σε αρκετά σημεία με τις παραδόσεις των κυνοκέφαλων.
Ο πρώτος μυθολογικά λυκάνθρωπος που συναντά ο επίδοξος ερευνητής προέρχεται από την ελληνική μυθολογία και ήταν ο Λυκάων από την Αρκαδία.
Στην προσπάθειά του να κοροϊδέψει το Δία, προκάλεσε την οργή του πατέρα των Θεών που ξέσπασε μεταμορφώνοντας τον ίδιο αλλά και τους γιους του σε λύκους. Την ιστορία αυτή μεταφέρουν ο ιστορικός Απολλόδωρος ο Αθηναίος, αλλά και ο Παυσανίας στα Αρκαδικά.
Όμως η έξαρση του αριθμού των θρύλων που αφορούν τους λυκανθρώπους παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Η μορφή και η απόχρωση που δόθηκε τότε ήταν πολύ διαφορετική από την αρχική έννοια που έφερε η λέξη λυκάνθρωπος στην αρχαία Ελλάδα.
Τέτοιου είδους μύθοι αναπτύχθηκαν κυρίως στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Αυτοί ήθελαν τους λυκανθρώπους να αποτελούν κοινούς ανθρώπους που μεταμορφώνονταν σε μοχθηρά πλάσματα κατά τη διάρκεια της νύχτας με πανσέληνο. Προκειμένου μάλιστα να ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση, έπρεπε να καταναλώσουν ανθρώπινο κρέας, κάτι που ταύτιζε τη λυκανθρωπία με το θάνατο και το κακό και τους φερόμενους ως λυκανθρώπους, με την μαύρη μαγεία και εν τέλει το διάβολο.
Για τις αναφορές και τις κατά τόπους πεποιθήσεις για τους λυκανθρώπους έχουν μέχρι σήμερα δοθεί αρκετές πιθανές εξηγήσεις. Μια από αυτές ίσως να πηγάζει από το φόβο και τον παράδοξο σεβασμό που από την εποχή των πρωτόγονων έτρεφαν οι άνθρωποι για τον λύκο. Ας μην ξεχνάμε ότι για αιώνες αποτέλεσε τον κυριότερο εχθρό τους κατά τη διάρκεια του κυνηγιού, ενώ η δυνατότητά του να λειτουργεί αποτελεσματικά μέσα σε μια αγέλη (αν και κατά βάση μοναχικό ζώο) προκαλούσε δέος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου